- πυρώδη
- πυρώδηςcerealneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)πυρώδηςcerealmasc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)πυρώδηςcerealmasc/fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυρσόμορφος — ον, Μ αυτός που μοιάζει με φωτιά, που έχει πυρώδη μορφή. επίρρ... πυρσομόρφως Μ με πυρώδη μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + μορφος (< μορφή), πρβλ. ζωό μορφος] … Dictionary of Greek
πυρώδης — (I) ες / πυρώδης, ῶδες, ΝΜΑ [πῡρ] 1. ο όμοιος με τη φωτιά 2. έμπυρος, διάπυρος, πύρινος 3. μτφ. φλογερός, ορμητικός (α. «πυρώδες βλέμμα» β. «ὄμματα πυρώδη», Εμπ.) 4. αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς αρχ. 1. ιατρ. αυτός που προμηνύει φλεγμονή,… … Dictionary of Greek
βασκανία — Η επιβλαβής επήρεια που μπορούν να ασκήσουν ορισμένα άτομα πάνω σε άλλα, είτε με το βλέμμα τους είτε με παράδοξο μορφασμό του προσώπου τους. Η πίστη στη β. είναι πανάρχαια και τη συναντούμε όχι μόνο σε πρωτόγονους λαούς αλλά και σε λαούς με… … Dictionary of Greek
Δαίδαλα — Αρχαία γιορτή στην πόλη των Πλαταιών προς τιμήν της θεάς Ήρας. Σύμφωνα με τον Παυσανία τα Δ. διακρίνονταν στα Μικρά που γιορτάζονταν κάθε επτά χρόνια και στα Μεγάλα που γιορτάζονταν κάθε εξήντα χρόνια. Ο ίδιος ιστορικός, εξηγώντας την αιτία της… … Dictionary of Greek